κροκάτος

κροκάτος
η , ο жёлтый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κροκάτος" в других словарях:

  • κροκάτος — η, ο (AM κροκᾱτος, άτη, ᾱτον, Μ και κορκᾱτος, άτη, ᾱτον) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ω τής αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλλα τού δειλινού», Βάρν.) μσν. 1. (για φαγητό) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή καρυκευθεί με κρόκο αβγού 2. το …   Dictionary of Greek

  • κροκάτος — η, ο αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, ο κιτρινωπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροκατομαγειρεία — κροκατομαγειρεία, ἡ (Μ) φαγητό καρυκευμένο με κρόκο αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκᾶτος + μαγειρεία] …   Dictionary of Greek

  • κροκοειδής — ές (AM κροκοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κροκάτος, κίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»